- γρεγαρινόμορφα
- Τάξη πρωτοζώων που περιλαμβάνει μονοκύτταρα όντα σχετικά μεγάλου μεγέθους με σώμα ωοειδές ή σκωληκοειδές. Το κυτταρόπλασμα των πρωτοζώων αυτών καλύπτεται από παχιά μεμβράνη που φέρει μακριές ραβδώσεις. Τα γ. είναι παρασιτικά πρωτόζωα εξωκυτταρικά που τρέφονται με το αίμα του κυτταροπλάσματος ή του εντερικού χυλού διαφόρων ασπόνδυλων. Όταν κινούνται, είτε γλιστράνε με όλο τους το σώμα, χωρίς να παραμορφώνονται όπως οι λείμακες,είτε συσπώνται αλλάζοντας μορφή, όπως οι ευγλήνες.Πολλαπλασιάζονται αμφιγονικά. Το σώμα των ώριμων ατόμων χωρίζεται σε δύο μέρη, τον πρωτομερίτη και τον δευτερομερίτη ο οποίος περιέχει τον πυρήνα του ζώου. Τα γ. που παρασιτούν συνήθως σε έναν ξενιστή, είναι κοινά παράσιτα διαφόρων αρθροπόδων, μαλακίων, ασκιδίων, ολιγοχαίτων σκωλήκων και του αμφιόξου. Τυπικοί αντιπρόσωποι είναι η γρεγαρίνη, η μονοκύστις και ο στυλοκέφαλος, ή στυλόρυγχος.Τα γ. ονομάζονται επίσης και γρεγαρινώδη (gregarinda).
Dictionary of Greek. 2013.